Stratioti

Stratioti ονομάστηκαν ένοπλα και έφιππα μισθοφορικά σώματα προερχόμενα από περιοχές των Βαλκανίων, τα οποία παρείχαν σχετικές υπηρεσίες σε διάφορα βασίλεια της Ευρώπης από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα. Ο ιταλικός όρος stradioti είτε είναι δάνειος από την ελληνική λέξη στρατιώται, ή προέρχεται από την ιταλική λέξη strada ('δρόμος'), που σημαίνει 'οδοιπόρος'. Οι stratioti στρατολογούνταν από τη Δαλματία, την Αλβανία τη Σερβία, τηνΕλλάδα και αργότερα από την Κύπρο. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πως οι Stratioti ήταν κυρίως Αλβανοί. Περίπου το 80% των καταχωρημένων ονομάτων που αποδίδονται σε stradioti είναι αλβανικής προέλευσης ενώ τα περισσότερα ονόματα αξιωματικών ήταν ελληνικής προέλευσης. Ανάμεσά τους διακρίνονται και ονόματα σλαβικής προέλευσης. Ανάμεσα στους αρχηγούς τους υπήρχαν επίσης μέλη παλαιών ευγενών βυζαντινών οικογενειών, όπως για παράδειγμα της δυναστείας των Παλαιολόγων και των Κομνηνών.Αναφέρονται σχετικά τα ένοπλα σώματα των: Κροκόδειλου Κλαδά, Θεόδωρου Μπούα, Δημήτριου Παλαιολόγου, Πέτρου Ράλλη στην Πελοπόνησο και του Πέτρου Μπούα στην Αργολίδα. Οι stratioti μετακινούνταν και υπηρετούσαν υπό τις εντολές και διαταγές κάποιου κράτους, το οποίο μπορούσε να πληρώσει τις υπηρεσίες τους. Μαζί με τους πολεμιστές μετακινούνταν και οι οικογένειές τους.



Ο τρόπος πολέμου των stratioti στηρίζονταν στην ταχύτητα, την ευελιξία, τη τακτική της παρακολούθησης και παρενόχλησης, την αιφνιδιαστική επίθεση και καταδίωξη του εχθρού. Ήταν μία μέθοδος πολέμου που ανταποκρίνονταν στο βαλκανικό πολεμικό σκηνικό που επικρατούσε κατά τον 14ο και 15ο αιώνα.Τα πολυάριθμα στρατεύματα των Οθωμανών μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από τους χριστιανούς ηγεμόνες των Βαλκανίων μόνο με γρήγορες, τακτικές κινήσεις που ευνοούνταν από την ορεινή φυσιογνωμία της χερσονήσου του Αίμου. Το ελαφρύ ιππικό μπορούσε να αντεπεξέλθει άριστα σε αυτήν την αποστολή ενώ φαίνεται ότι οι χριστιανοί υιοθέτησαν και ορισμένα στοιχεία από τους Οθωμανούς, όπως τον ελαφρύ επιθετικό εξοπλισμό και εξάρτυση σε αντίθεση με τους σιδηρόφρακτους Ευρωπαίους ιππείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δυτικές πηγές συχνά μπερδεύουν τους stratioti με το κατεξοχήν ελαφρό ιππικό των Οθωμανών, τους ακιντζήδες.

Οι stratioti ήταν ντυμένοι με βαμβακερό επενδυτή που για τους επικεφαλής ήταν χρώματος πορφυρού με χρυσοκέντητη διακόσμηση. Στο κεφάλι φορούσαν σκούφο ή σπανιότερα κράνος, ενώ κάποιοι έφεραν ένα είδος θώρακα (panciera). Ο εξοπλισμός τους αποτελούνταν από μία μικρή στρογγυλή ασπίδα (scudo), ένα σπαθί τύπου schiavona VII, ένα κοντό δόρυ (το κατεξοχήν όπλο τους) με μία μικρή σημαία στο πάνω άκρο και ένα ρόπαλο (mazzocca) συχνά μεταλλικό. Τα άλογά τους ήταν μεγάλα, γρήγορα και ανθεκτικά στην κούραση και στις κακουχίες όπως άρμοζε στην πολεμική τους τακτική.
Επειδή συναντάμε τους stratioti στις πηγές αρκετά αργά, όταν ήδη έχουν γίνει γνωστοί στην Ευρώπη και έχουν αποκρυσταλλωθεί τα χαρακτηριστικά τους, είναι δύσκολο να εξακριβώσουμε τις επιρροές και την καταγωγή τους. Φαίνεται ότι τα στρατιωτικά στοιχεία των stratioti αποτελούν ένα μείγμα βυζαντινών, βαλκανικών, τουρκικών και λατινικών στρατιωτικών επιδράσεων που σφυρηλατήθηκε στις συνεχείς μάχες της εποχής. H εθνολογική τους προέλευση αποτελεί ένα άλλο αμφιλεγόμενο ζήτημα. Στις πηγές οι stratioti χαρακτηρίζονται άλλοτε ως Έλληνες, άλλοτε ως Αλβανοί και άλλοτε παρουσιάζονται ως ανομοιογενές σύνολο από Έλληνες, Αλβανούς, Δαλματούς, Αρμένιους ακόμη και Τούρκους. Το σίγουρο είναι ότι η ιστορική κοιτίδα των stratioti είναι η Ήπειρος (και πιο συγκεκριμένα η Χιμάρα) από την οποία οι Βυζαντινοί στρατολόγησαν τα στρατιωτικά σώματα που στελέχωσαν τις φρουρές των κάστρων της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας κατά τον ύστερο μεσαίωνα. Οι στρατιώτες μετακινούνταν μαζί με τις οικογένειές τους και έναν ευρύτερο συγγενικό δίκτυο, τη φάρα.

Ο πληθυσμός αυτός, ορεσίβιος, σκληροτράχηλος, νομαδικός και πολεμικός, που εμπλούτισε και δυνάμωσε το δημογραφικό στοιχείο της νοτίου Ελλάδας έμεινε γνωστός ως Αρβανίτες. Από αυτήν τη πληθυσμιακή ομάδα προέρχονται κυρίως οι stratioti. Η γλώσσα τους, συγγενική της αλβανικής, και η ενδυμασία τους, παρεμφερής με την τουρκική, μπέρδευε τους ξένους παρατηρητές και χρονογράφους που δεν γνώριζαν τα ιστορικά συμφραζόμενα της καταγωγής τους. Οι stratioti ζούσαν μέσα στην ελληνική παράδοση και δια μέσου αυτής εξέφρασαν τους πόθους των ελληνικών πληθυσμών για ελευθερία.

 Η καταγωγή των stratioti υπαγόρευσε την ιδιόμορφη στρατιωτική τους οργάνωση και πρακτική. Η μικρότερη μονάδα, η compagnia, αποτελούνταν από 25-50 ιππείς που συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς και είχαν επικεφαλής τον capo. Συνήθως η μεσαία μονάδα αριθμούσε 90-110 stratioti ( δηλαδή περίπου όσοι χώραγαν σε ένα επιβατικό πλοίο μαζί με τα άλογά τους) ενώ ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα, όπως αυτό που μεταφέρθηκε από τους Βενετούς στην Ιταλία έφτανε τα χίλια περίπου άτομα. Τέλος οι φρουρές των κάστρων σε καιρό πολέμου αποτελούνταν από 5.000 stratioti. Κάθε capo μεταβίβαζε την αρχηγία στα παιδία του, ήταν δηλαδή κληρονομικό αξίωμα, αλλά δεν αποκλειόταν και η εκλογή μεταξύ των stratioti στους οποίους επικρατούσε έντονα το αίσθημα της ισότητας και της ανεξαρτησίας. Όταν το 1494, κατά τις διαπραγματεύσεις με τη βενετική γερουσία για τη μισθοδοσία τους, ο δόγης της Βενετίας έδωσε το χέρι του μόνο στον αρχηγό των stratioti Πέτρο Βουζύκη οι υπόλοιποι capi αρνήθηκαν να δεχτούν τους όρους της συνθήκης και διαμαρτυρήθηκαν ότι είναι όλοι ίσοι. Η Βενετία για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες τους απένειμε σε αυτούς τον τίτλο του ιππότη. Μέσα στους όρους που έθεσαν οι τελευταίοι ήταν να πληρώνονται όχι ως μισθοφόροι με σταθερό ποσό αλλά ανάλογα με τον αριθμό των εχθρών που σκοτώνουν και αιχμαλωτίζουν. Δεύτερος όρος ήταν να υπηρετούν υπό Βενετό ευγενή και όχι άλλου ξένου αρχηγού («διότι έχουσιν όλως διάφορα έθιμα»).

Οι αξίες της τιμής και της γενναιοφροσύνης που διέθεταν σε υψηλό βαθμό οι στρατιώτες τους καθιστούσαν εξαιρετικούς πολεμιστές αλλά και απείθαρχους. Λειτουργούσαν περισσότερο ως άτακτο σώμα ειδικών αποστολών παρά ως οργανικό τμήμα ενός πειθαρχημένου στρατιωτικού συνόλου. Έτσι οι stratioti κατηγορήθηκαν ότι κατά τη μάχη στο Φόρνοβο (1494) άφησαν τα εχθρικά γαλλικά στρατεύματα να ξεφύγουν επειδή οι stratioti προτίμησαν τη λαφυραγωγία από την εκδίωξη του εχθρού, πράξη που κόστισε τη νίκη στους Βενετούς. Οι stratioti διέθεταν τους δικούς τους κώδικες αξιών που τηρούσαν με άτεγκτη αυστηρότητα. μία από αυτές ήταν ο απόλυτος σεβασμός και η τήρηση των εθίμων, κυρίως αυτών που συνδέονταν με την ισότιμη διανομή των λαφύρων. Οι stratioti κατηγορήθηκαν επίσης από τους συγχρόνους τους για τη σκληρότητα και τα βάρβαρα έθιμά τους και κυρίως για την αποκοπή των κεφαλών του εχθρού προκειμένου να ανταμειφθούν από τους βενετούς αξιωματούχους (η τιμή είχε οριστεί σε ένα δουκάτο επί εκάστης εχθρικής κεφαλής). Η πρακτική αυτή όμως ήταν πολύ κοινή στους νομαδικούς πληθυσμούς της βαλκανικής καθώς είχε ιδιαίτερο συμβολικό χαρακτήρα και δεν συνδέεται με τη λογική της σκύλευσης του νεκρού αλλά με την επίτευξη του ιδανικού της τιμής του πολεμιστή-κυνηγού. Το κεφάλι του εχθρού αντιστοιχούσε στην ασπίδα του εχθρού των αρχαίων κλασικών χρόνων: απέδιδε στον στρατιώτη όχι μόνο υλικό όφελος αλλά και δόξα. Έλληνες μισθοφόροι μέσω της Ιταλίας έφτασαν έως και τη Βρετανία. Επί Ερρίκου Η' συμμετείχαν σε επιχειρήσεις κατά της Σκωτίας και της Γαλλίας. Αυτή είναι και η πρώτη μαζική εμφάνιση Ελλήνων στα Βρετανικά νησιά. Περιώνυμος έγινε ο Θωμάς ο Αργείτης ως "καπετάνιος" περίπου 550 Ελλήνων σε Αγγλικό εκστρατευτικό σώμα που είχε διαβεί τη Μάγχη και είχε οχυρωθεί σε Γαλλικό έδαφος. Το 1546, ενώ το οχυρό του αγγλικού σώματος στη Βουλώνη πολιορκείτο από υπέρτερο αριθμό Γάλλων, ο Θωμάς τόνωσε το ηθικό των πολεμιστών του με τον ακόλουθο λόγο που κατέγραψε ο επί τόπου ευρισκόμενος Έλληνας από την Κέρκυρα Ανδρόνικος Νούκιος:
"Άνδρες συστρατιώται, ημείς μεν ως οράτε, εν εσχάτοις της οικουμένης τανύν οικούμεν μέρεσι. ... Διό, προς τους πολεμούντες ημάς γενναίως αντιπαραταξόμεθα, ... Έλλήνων γαρ εσμέν παίδες, και βαρβάρων σμήνος ου πτοούμεθα. ... ανδρείως και συντεταγμένως τοις εχθροίς επιβάλωμεν, ... και την πάλαι θρυλλουμένην Ελλήνων ανδρίαν, έργοις αυτοίς, φανεράν ποιήσωμεν".
                                   
Μία εξαιρετική εικόνα των stratioti μας δίνει ο βενετός χρονογράφος Marco Sanudo: «Οι Στρατιώται είναι Έλληνες, και φορούσι πλατείς επενδύτας και υψηλούς πίλους, τινές δε και θώρακας. Κρατούσι λόγχην εις την χείρα και ρόπαλον, εν δε τω πλευρώ κρεμώσι σπάθην. Τρέχουσιν ως πτηνοί, και μένουσιν απαύστως επί των ίππων των, οίτινες δεν τρώγουσι χόρτον ως οι ιταλικοί. Ειθισμένοι εις ληστείας συνεχώς δηούσι την Πελοπόννησον. Άριστος κατά των Τούρκων προμαχών, διοργανίζουσι κάλλιστα τας επιδρομάς και λεηλασίας, επιτίθενται εξ απροόπτου κατά του εχθρού, και είναι πιστοί εις τον κύριόν των. Δεν αιχμαλωτίζουσιν, αλλ' αποκόπτουσι τας κεφαλάς, εφ' εκάστης των οποίων λαμβάνουσιν εν δουκάτον κατά την συνήθειάν των. Τρώγουσιν ολίγον και ευχαριστούνται με το παρατυχόν, πολύ δ' επιμελούνται τους ίππους των. Μέγας τούτων αριθμός κατοικούσιν εις τας χώρας της Αυθεντείας, την οποίαν προθύμως υπηρετούσι, διότι αριστεύοντες ονομάζονται ιππόται και λαμβάνουσι συντάξεις, μεταβιβαζομένας εις τους υιούς των» (Κ. Σάθας, Έλληνες Στρατιώται εν τη δύσει και αναγέννησις της ελληνικής τακτικής, Αθήνα 1885, σ. 161).

Είναι γεγονός ότι οι stratioti είχαν ένα ιδιότυπο καθεστώς οργάνωσης και ανέπτυξαν μία ιδιαίτερη κουλτούρα. Οι αρχηγοί των στρατιωτών πίστευαν ότι συνέχιζαν τον αγώνα των βυζαντινών δεσποτών. Η Βενετία απένειμε σε αυτούς το παράσημο του Αγίου Μάρκου και τους έντυνε με χρυσοΰφαντες στολές όπως αυτές που φόραγαν οι βυζαντινοί αξιωματούχοι. Ο Μερκούριος Μπούας, ο πιο διάσημος ίσως στρατιώτης στην Ευρώπη, είχε ως λάβαρό του την αυτοκρατορική σημαία των Παλαιολόγων, ενώ οι stratioti ορμούσαν στις μάχες φωνάζοντας το όνομα του βυζαντινού στρατιωτικού αγίου: «Άγιε Γεώργιε, Άγιε Γεώργιε». Φρόντιζαν να χτίζουν και να γίνονται προστάτες ορθόδοξων εκκλησιών που βρίσκονταν σε καθολικά εδάφη όπως στην πόλη της Βενετίας και στην Νάπολη. Η πομπώδης εμφάνιση και η ξεχωριστή συμπεριφορά τους αποτυπώθηκε στη λογοτεχνία της εποχής που δημιούργησε τον τύπο του stratioti palikari, του γενναίου Έλληνα στρατιώτη που μας θυμίζει το Διγενή Ακρίτα, τον κατεξοχήν βυζαντινό ήρωα.